- κυρκανώ
- κυρκανῶ, -άω (Α)1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.)2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν' ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα -ανῶ. Το -ρ- οφείλεται σε αναλογία είτε τού τύρβη «ταραχή» είτε τού ρ. φύρομαι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.