κυρκανώ

κυρκανώ
κυρκανῶ, -άω (Α)
1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.)
2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν' ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα -ανῶ. Το -ρ- οφείλεται σε αναλογία είτε τού τύρβη «ταραχή» είτε τού ρ. φύρομαι «αναμιγνύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυρκανῶ — κυρκανάω mix pres imperat mp 2nd sg κυρκανάω mix pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυρκανάω mix pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυρκανάω mix pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κυρκανάω mix pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρκάνη — κυρκάνη, ἡ (Α) ταραχή, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. κυρκανῶ*] …   Dictionary of Greek

  • συγκυρκανώ — άω, Α συγκυκῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυρκανῶ, παρλλ.τ. τού κυκῶ «αναμιγνύω, αναταράσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”